- πετρογραφικός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πετρογραφία («πετρογραφικές έρευνες»)2. φρ. α) «πετρογραφική επαρχία» — περιοχή στην οποία μερικά ή όλα τα εκρηξιγενή πετρώματα θεωρείται ότι έχουν προέλθει από το ίδιο μητρικό μάγμαβ) «πετρογραφικό μικροσκόπιο» — όργανο για τη μελέτη τής σύστασης και τής δομής τών ορυκτών, ένα από τα κύρια όργανα τής πετρογραφίας και τής οπτικής ορυκτολογίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < πετρογραφία. Η λ. μαρτυρείται από το 1882 στον Αν. Κορδέλλα].
Dictionary of Greek. 2013.